χαυλιόδοντες

χαυλιόδοντες
Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω κοπτήρες που, ιδιαίτερα στους αρσενικούς του αφρικανικού είδους, μπορούν να φτάσουν σε μήκος τα 2,50 μ. και βάρος 60-70 κιλά. Δεν έχουν ρίζες, είναι στερεωμένοι κατά το 1/3 στο φατνίο και μεγαλώνουν συνεχώς. Οι χ. χρησιμεύουν στους ελέφαντες για άμυνα και επίθεση, αλλά και ως μέσο εργασίας μαζί με την προβοσκίδα. Πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη είχαν οι χ. των προβοσκιδωτών που εξαφανίστηκαν, όπως π.χ. στο μαμούθ. Στους ιπποπόταμους οι χ. αποτελούνται από τους κυνόδοντες που και αυτοί μεγαλώνουν συνεχώς και μπορούν να φτάσουν, στην κάτω σιαγόνα, το μήκος των 60 εκ. Τα παχύδερμα αυτά χρησιμοποιούν τους χ. κυρίως για να ξεριζώνουν υδρόβια φυτά. Περιζήτητοι είναι οι χ. των αφρικανικών ελεφάντων και των δύο φύλων ενώ των ινδικών μόνο των αρσενικών. X. ονομάζονται και οι ιδιαίτερα ανεπτυγμένοι κυνόδοντες με τους οποίους είναι εφοδιασμένοι ο αγριόχοιρος, ο χοιρέλαφος και ο φακόχοιρος, που τους χρησιμοποιούν ως όπλο ή και για να σκάβουν το έδαφος. X. χαρακτηρίζονται οι δύο επάνω κυνόδοντες του αρσενικού τρίχεχου και οι κυνόδοντες των σαρκοφάγων μεγάλων και μικρών διαστάσεων. Μερικές φορές λέγονται χ. και τα μικρά κινητά δόντια με τα οποία διοχετεύουν το δηλητήριό τους διάφορα φίδια. Υπάλληλος ζωολογικού κήπου προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή θαλάσσιου ελέφαντα δίνοντάς του τροφή, για να μετρήσει τους χαυλιόδοντες (φωτ. ΑΠΕ). Απολιθωμένος χαυλιόδοντας που ανήκει σε πρόγονο του σημερινού ελέφαντα. Βρέθηκε στην Κρήτη (φωτ. ΑΠΕ). Χaυλιόδοντες ελεφάντων (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαυλιόδοντες — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem nom/voc pl χαυλιόδων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκιδωτά — Τάξη θηλαστικών, η ονομασία των οποίων προέρχεται από το ότι είναι προικισμένα με προβοσκίδα. Τα π. εμφανίστηκαν κατά το ηώκαινο στην Αφρική και διαδόθηκαν κατά το τριτογενές και τεταρτογενές σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία· μερικά …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • φακόχοιρος — (phacochoerus). Αρτιοδάκτυλο της οικογένειας των συϊδών. Το θηλαστικό αυτό μπορεί να φτάσει το μήκος των 190 εκ. 45 από τα οποία ανήκουν στην ουρά, και ύψος 75 εκ έως το ακρώμιο. Είναι χοντρό και άχαρο, με παχύ, ρυτιδωμένο δέρμα γκρίζου χρώματος …   Dictionary of Greek

  • δινοθηριείδες — Οικογένεια προβοσκιδωτών θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Ήταν ζώα μεγάλου μεγέθους, με σκελετό όμοιο με αυτόν του ελέφαντα. Είχαν δύο χαρακτηριστικούς, μεγάλους, κυρτούς χαυλιόδοντες στο κάτω σαγόνι, ενώ, αντίθετα, είχαν χάσει τους δύο άνω… …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίδες — (elephantidae). Οικογένεια ζώων της τάξης των προβοσκιδοειδών. Είναι ογκώδη και παχύδερμα ζώα, με μεγάλη και ευκίνητη προβοσκίδα. Στο επάνω σαγόνι τους φυτρώνουν δύο χαυλιόδοντες, οι οποίοι θεωρούνται το δεύτερο ζευγάρι των τομέων του σαγονιού… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντοστούν — το 1. το κόκαλο που προέρχεται από τους χαυλιόδοντες τού ελέφαντα 2. «χάρτης ελεφαντοστού» είδος διακοσμητικού χαρτιού που χρησιμοποιείται για ζωγραφικές μικρογραφίες …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • μαμούθ — Απολιθωμένο θηλαστικό της τάξης των προβοσκιδωτών, που έζησε κατά το πλειστόκαινο (2 εκατ. 9.000 χρόνια πριν), κατά την τελευταία εποχή των παγετώνων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Mammuthus. Το μ. συγγενεύει με τους σύγχρονους ελέφαντες, και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”